- ζάλα
- ζᾰλα1 storm, met., tribulation
οἱ δ' ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οἱ δ' ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ζάλα — ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc/acc dual ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc sg (doric aeolic) ζάλᾱ , ζαλάω driving pres imperat act 2nd sg ζάλᾱ , ζαλάω driving imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλα — ζάλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος» … Dictionary of Greek
ζάλᾳ — ζάλαι , ζάλη squall fem nom/voc pl ζάλᾱͅ , ζάλη squall fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλας — ζάλᾱς , ζάλη squall fem acc pl ζάλᾱς , ζάλη squall fem gen sg (doric aeolic) ζάλᾱς , ζαλάω driving imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… … Dictionary of Greek
μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… … Dictionary of Greek
μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
Μπάλατον — (Balaton). Λίμνη (590 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ουγγαρίας, στους πρόποδες του Βακονικού (Bacony) Δρυμού, 90 χλμ. ΝΔ της Βουδαπέστης. Είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Κεντρικής Ευρώπης – δεν είναι όμως βαθιά: το μέγιστο βάθος της μόλις που φτάνει τα… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
ζάλο — το 1. βήμα. 2. περιστροφικός βηματισμός ή γύρος του χορού: Ο πεντοζάλης κάνει τρία ζάλα μπρος και δύο πίσω. 3. διασκέλιση, πήδημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)